τιμωρητής

τιμωρητής
-οῡ, ὁ, Α [τιμωρῶ]
1. τιμωρός, εκδικητής
2. δολοφόνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τιμωρητής — murderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρηταῖς — τιμωρητής murderer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρηταί — τιμωρητής murderer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητήν — τιμωρητής murderer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητάς — τιμωρητά̱ς , τιμωρητής murderer masc acc pl τιμωρητά̱ς , τιμωρητής murderer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητικός — ή, όν, Α [τιμωρητής] 1. αυτός που έχει την τάση να εκδικείται 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τιμωρητικά πράξεις τιμωρίας εκδίκησης («διὰ θυμὸν δὲ καὶ ὀργὴν τὰ τιμωρητικά», Αριστοτ.). επίρρ... τιμωρητικῶς Α με τάση για τιμωρία, για εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • τιμωρητέα — τῑμωρητέα , τιμωρητέος neut nom/voc/acc pl τιμωρητής murderer masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”